σκεπτικός

σκεπτικός
σκεπ-τικός, ή, όν,
A thoughtful, reflective, Phld.Rh.1.191 S.: οἱ σ. (also ἀπορητικοί, ἐφεκτικοί) the Sceptics or philosophers who asserted nothing positively, followers of Pyrrho, Luc.Vit.Auct.27, D.L.Prooem. 20,9.69 sq., Gell.11.5; ἡ σ. φιλοσοφία or

ἀγωγή S.E.P.1.5

,7, etc. Adv., -κῶς ἔχειν to profess the Sceptical philosophy, D.L.9.71: [comp] Comp.

-ώτερον S.E.M.9.194

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκεπτικός — thoughtful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σκεπτικισμό: Οπρώτος σκεπτικός φιλόσοφος είναι ο Πύρρωνας. 2. παραδομένος σε σκέψεις, συλλογισμένος: Έμεινε σκεπτικός για πολλή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… …   Dictionary of Greek

  • σκεπτικά — σκεπτικός thoughtful neut nom/voc/acc pl σκεπτικά̱ , σκεπτικός thoughtful fem nom/voc/acc dual σκεπτικά̱ , σκεπτικός thoughtful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικώτερον — σκεπτικός thoughtful adverbial comp σκεπτικός thoughtful masc acc comp sg σκεπτικός thoughtful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικῶν — σκεπτικός thoughtful fem gen pl σκεπτικός thoughtful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικόν — σκεπτικός thoughtful masc acc sg σκεπτικός thoughtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικοῖς — σκεπτικός thoughtful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικοί — σκεπτικός thoughtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικοῦ — σκεπτικός thoughtful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπτικούς — σκεπτικός thoughtful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”